πρωτοπαθώ

πρωτοπαθώ
-έω, Α
υφίσταμαι ή αισθάνομαι κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -παθῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *πρωτοπαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπάθεια — η, ΝΑ [πρωτοπαθῶ] η ιδιότητα τού πρωτοπαθούς νεοελλ. ιατρ. αυτόνομη πάθηση η οποία δεν είναι επακόλουθο ή αποτέλεσμα άλλης νόσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”